ἀποδῷ — ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg (epic) ἀποδίδωμι give up aor subj mid 2nd sg ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδῳ — ἄφοδος going away fem dat sg (ionic) ἄποδος not having the use of one s feet fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδῶι — ἀποδῷ , ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg (epic) ἀποδῷ , ἀποδίδωμι give up aor subj mid 2nd sg ἀποδῷ , ἀποδίδωμι give up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκεί — επίρρ. 1. τοπ. από εκεί («κι αποδώ κι αποκεί») 2. χρον. κ. απέκει μετά από αυτό, έπειτα, ύστερα … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
εδώθε — και δώθες και (ε)δώθενες (Μ ἐδῶθε) 1. αποδώ 2. εδώ 3. προς τα εδώ … Dictionary of Greek